- υποθερμία
- (Ιατρ.). Η πτώση της θερμοκρασίας του σώματος κάτω από τα φυσιολογικά όρια. Παρατηρείται στην περίοδο της ανάρρωσης από σοβαρές παθήσεις, σε λιμό, στη χολέρα, την έντονη διάρροια των παιδιών, σε πολλών μορφών δηλητηριάσεις, στην ουραιμία, την ανεπάρκεια του θυρεοειδή, καθώς και σε άτομα που εμφανίζουν επιβράδυνση της κυκλοφορίας.
Ο όρος «προκλητή υ.» δηλώνει την ελεγχόμενη πτώση της κεντρικής θερμοκρασίας του σώματος, που χρησιμοποιείται στην αναισθησιολογία για χειρουργικούς σκοπούς. Για να πετύχει εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι, όπως της κατάψυξης (τοπική ή γενική εφαρμογή ψύχους) ή της αναστολής των οξειδώσεων (μείωση του μεταβολισμού με φάρμακα, αποκλεισμός του πνευμονογαστρικού, μείωση της οξυγόνωσης κλπ.). Με την προκλητή υ. επιδιώκεται η μείωση του μεταβολισμού και η καταστολή διάφορων αντανακλαστικών, προκειμένου να γίνουν ενδοκαρδιακές ή νευροχειρουργικές επεμβάσεις που απαιτούν τη διακοπή της λειτουργίας ορισμένων ζωτικών οργάνων για μικρό χρονικό διάστημα.
* * *η, Ν 1. ιατρ. πτώση τής κεντρικής θερμοκρασίας τού σώματος κάτω από το φυσιολογικό όριο2. φρ. α) «πειραματική υποθερμία»ζωολ. υποθερμία που προκαλείται στα ομοιόθερμα θηλαστικά με ένεση ουσιών εκχυλισμένων από ζώα σε χειμέρια νάρκη ή σε κατάσταση ανυδροβίωσηςβ) «προκλητή υποθερμία»ιατρ. προκλητή ελάττωση τής κεντρικής θερμοκρασίας τού σώματος για την διευκόλυνση χειρουργικών επεμβάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypothermie < υπ(ο)-* + -θερμία (< -θερμος < θερμός)].
Dictionary of Greek. 2013.